αλληλίζω

αλληλίζω
ἀλληλίζω (Α) [ἀλλήλων]
1. πλαγιάζω μαζί με κάποιον άλλο, συνουσιάζομαι
2. τά λέω έτσι κι αλλιώς, επαμφοτερίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀλληλίζει — ἀλληλίζω lie together pres ind mp 2nd sg ἀλληλίζω lie together pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλίζειν — ἀλληλίζω lie together pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλίζεσθαι — ἀλληλίζω lie together pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλήλων — ἀλλήλων (ΑΜ) (αλληλοπαθής αντωνυμία σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, δίχως ονομαστική δηλώνει αμοιβαία ενέργεια ή κατάσταση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία) ο ένας τον άλλον, ο ένας στον άλλον, ο ένας προς τον άλλον …   Dictionary of Greek

  • ἐπαλληλίζοιτο — ἐπί ἀλληλίζω lie together pres opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”